παιδάριο(ν)

παιδάριο(ν)
τό
1) ребёнок; подросток; юноша; 2) перен. юнец, мальчишка, молокосос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παιδάριο(ν)" в других словарях:

  • παιδάριο — το (ΑΜ παιδάριον, Α κατά δ. γρφ. παιδάρειον) μικρό παιδί, παιδάκι νεοελλ. ανόητος άνθρωπος αρχ. 1. μικρό κορίτσι 2. νεαρός δούλος («ἕπου μετ ἐμοῡ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παιδάρειον — παιδάρειον, τὸ (Α) βλ. παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παιδαρέλι — το (με περιφρονητική σημ.) παιδάριο, παιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + υποκορ. κατάλ. αρέλι (πρβλ. ποδ αρέλι)] …   Dictionary of Greek

  • παιδαρίσκος — παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»